- χρυσοκέλευθος
- χρῡσο-κέλευθος, ον,A travelling on a golden path, PMag.Berol.2.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοκέλευθος — ον, αρσ. και χρυσοκελεύθης, Α αυτός που ταξιδεύει σε χρυσό δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. ὑγρο κέλευθος)] … Dictionary of Greek
χρυσοκέλευθα — χρυσοκέλευθος travelling on a golden path neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek